χρηστηριαζόμενος

χρηστηριαζόμενος
χρηστηριάζω
give oracles
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρηστηριάζω — Α [χρηστήριος] 1. χρησμοδοτώ 2. (συν. μέσ.) χρηστηριάζομαι α) συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ και παίρνω χρησμό («ἐπειρώτα δὲ τάδε χρηστηριαζόμενος», Ηρόδ.) β) (σε συνεκφ. με τη δοτ. θεῷ) επερωτώ κάποιον θεό γ) (σε συνεκφ. με τη δοτ. ἱροῑσι) προλέγω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”